WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| outer adj | (outside) | εξωτερικός επίθ |
| | The outer layer of packaging has been damaged, but the rest seems OK. |
| | The outer wall gives us more security. |
| | Το εξωτερικό στρώμα του περιτυλίγματος έχει καταστραφεί, αλλά το υπόλοιπο φαίνεται εντάξει. // Ο εξωτερικός τοίχος μας δίνει περισσότερη ασφάλεια. |
| outer adj | (towards outside) | εξωτερικός επίθ |
| | The outer courtyard is larger than the inner courtyard. |
| | Η εξωτερική αυλή είναι μεγαλύτερη από την εσωτερική. |
| outer adj | (farther away) | εξωτερικός επίθ |
| | | πιο μακρινός περίφρ |
| | (επίσημο, σπάνιο) | απώτερος επίθ |
| | The outer planets of our solar system are Jupiter, Saturn, Uranus, and Neptune. |
| | Οι εξωτερικοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: